ἱερογραφικός

ἱερογραφικός
ἱερο-γρᾰφικός, ή, όν, γράμματα
A sacred signs, Man.Hist.p.512M.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιερογραφικός — ή, ό (ΑΜ ἱερογραφικός, ή, όν) [ιερογραφία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιερογραφία ή στον ιερογράφο 2. εκείνος που ανήκει στην Αγία Γραφή. επίρρ... ἱερογραφικῶς (Α) με περιγραφή ιερών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • ἱερογραφικαῖς — ἱερογραφικός sacred fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογραφικοῖς — ἱερογραφικός sacred masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογραφικῆς — ἱερογραφικός sacred fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογραφικῶς — ἱερογραφικός sacred adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՍՐԲԱԶՆԱԳՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0759 Chronological Sequence: 8c ա. ἰερογραφικός sacrae scripturae. Սեպհական սուրբ գրոց. *Զանազանութեամբ սրբազնագրականի տեսութեան. Դիոն. երկն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”